Στον αστερισμό της Αλκυόνης
Ήταν μια πολύ σκοτεινή βραδιά, με δυνατό αέρα.
Καθόμασταν στην άκρη μιας μεγάλης υπερυψωμένης
βεράντας, κάποιου ημιπολυτελούς ξενοδοχείου, με θέα το σκοτάδι πού απλωνόταν
πάνω από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα κι’ εκεί πού τελείωναν αυτά, άρχιζε ένας αστεροστολισμένος
καλοκαιρινός ουρανός.
Είμασταν τέσσερα άτομα. Είμασταν δύο, κατ’ ευφημισμό,
ζευγάρια.
Οι δύο απ’ αυτή τη παρέα βρισκόντουσαν σίγουρα σε
αυτό το μεγάλο νησί και στη βεράντα αυτού του παραλιακού ξενοδοχείου.
Ίσως να ήταν και οι τρείς.
Εγώ όμως σίγουρα δεν βρισκόμουν μαζί τους. Σ’ έναν
άλλο κόσμο βρισκόμουν εγώ εκείνες τις υπερχρονικές ώρες, προσπαθώντας να μειώσω
την ταχύτητά τους. Σε κάποιο άλλο, μικρό καί γαλαζοπράσινο «νησάκι», τελείως
δικό μου.
Απολάμβανα τον χώρο και τη θέση μου, όταν ξαφνικά το
βλέμμα μου το πήρε μαζί του ένα από τά φωτεινά στολίδια τ’ουρανού και άρχισε να
το κατεβάζει με μεγάλη ταχύτητα προς τη σκοτεινή και φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Λένε πώς όταν ένα αστέρι πάρει μαζί του το βλέμμα σου
κι’αρχίσει να κατεβαίνει μαζί του προς τη Γή, τότε αν κάνεις μια ευχή αυτή
πραγματοποιείται.
«Μια ευχή, λοιπόν, μια ευχή» φώναξα δυνατά μέσα μου.
Μά είχα τόσες πολλές και μεγάλες επιθυμίες στη ψυχή
μου πού ποιά απ’ όλες να διάλεγα για να την μετατρέψω σε ευχή;
Αχ αυτό το αστέρι πόσο σαδιστικά γρήγορα έπεφτε
κι’εγώ να παλεύω για ν’αφήσω όλες τις επιθυμίες μου ελεύθερες, προκειμένου να βγει
και να πάει μαζί του ή πιο όμορφη, ή πιο δυνατή.
Το παρακολουθούσα να πέφτει, ενώ οι επιθυμίες μου
είχαν στριμωχθεί στη πόρτα του μυαλού και της ψυχής μου, χωρίς καμιά τους να
υπερισχύει για να βγει.
Ξαφνικά το έχασα τ’αστέρι.
«Αλήθεια, τι να’γινε; Έπεσε κιόλας στη θάλασσα;»
αναρωτήθηκα γεμάτος αγωνία.
Έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα σαστισμένος, αλλά
ευτυχώς γρήγορα τά πράγματα ξεκαθάρισαν και εξηγήθηκαν.
Το αστεράκι είχε κρυφτεί πίσω από κάποια όμορφα,
μακρυά, μαύρα μαλλιά πού ό δυνατός αέρας τά βοηθούσε και τά έφερνε να
προσπαθούν να κρύψουν δυό πανέμορφα μελαγχολικά ματάκια των οποίων ή μεγαλύτερη
επιθυμία έδειχναν να είναι ή απελευθέρωση σκλαβωμένων δακρύων.
Δυό ματάκια πού άθελά τους φανέρωναν πώς αναγκαστικώς
κάτι έκρυβαν και βεβαίως κόντευαν να κλάψουν απ’ αυτή τους τη προσπάθεια.
Τι να’ταν άραγε αυτό; Να’ταν μοναξιά; Να’ταν κάποιο
βαθύ παράπονο; Να’ ταν κάποιες επιθυμίες …ίσως ερωτικές; Να’ ταν όλα αυτά μαζί;
Πόσο θα’θελα να ήξερα.
Δυό υγρά και μελαγχολικά ματάκια λοιπόν, πού
λαμπύριζαν από τά λευκά και κίτρινα διακοσμητικά φώτα του δαπέδου της βεράντας
και μού θύμιζαν πάρα πολλά από εκείνον τον κόσμο πού βρισκόμουν μόλις πριν από
λίγες στιγμές, λίγη ώρα πριν με αποσπάσει και με πάρει μαζί του εκείνο το
σαδιστικά παιχνιδιάρικο αστέρι.
Αγνόησα τον χρόνο και άφησα το βλέμμα μου να
περιπλανηθεί μέσα και γύρω από αυτά τά υπέροχα μάτια.
Μπερδεύτηκα όμως και πάλι. Εκεί πού έβλεπα ένα
ασημοφωτισμένο αστέρι να πέφτει, τώρα έβλεπα δυό άλλα γαλαζοπράσινα πού ήταν
πλημμυρισμένα από μια φωτεινή…μελαγχολία. Υπέροχη εικόνα !
Νομίζω πώς τελικώς, αυτά τά δύο ήταν πολύ πιο όμορφα
από εκείνο το αστέρι πού μόλις είχε κρυφτεί πίσω τους.
Ο πάντα καλά κρυμμένος σεναριογράφος των ανθρώπινων
ιστοριών, είχε επιλέξει ν’ακούγεται «συμπτωματικώς» το “Wonderful Life” του Black πού
ήταν φρέσκο σαν άκουσμα και είχε αντιστασιομειωτικές και
συναισθηματοδιεγερτικές ιδιότητες.
«Την Ευχή… Αχ, την ευχή». Σχεδόν την είχα ξεχάσει.
Αυτή όμως ήταν ήδη στολισμένη και έτοιμη να πετάξει προς τ’αστέρι.
Κάποιος, κάτι την είχε προκρίνει και την είχε ήδη
φέρει στη ψυχή μου, στο μυαλό μου, στα μάτια μου, στα χείλη μου, σ’ αυτό το
νησί, σ’ αυτή την ουράνια βεράντα.
Μά, ναι, εκείνο το αστέρι γι’αυτόν τον λόγο είχε
έρθει από τον ουρανό εκείνη τη σκοτεινή, για τους άλλους, νύχτα. Μόνο και μόνο
για να μού δείξει την επιθυμία πού θα έπρεπε να την κάνω ευχή για να την πάρει
μαζί του.
Τώρα πιά ή ευχή είχε όνομα και είχε το όνομα εκείνης
πού βρισκόταν στη παρέα μας και καθόταν απέναντί μου.
Μια πανέμορφη ευχή λοιπόν που την έλεγαν «Αλκυόνη»
και απέναντι από τά μάτια μου μια υπέροχη Αλκυόνη νά είχε γίνει Ευχή !
Ξαφνικά τρόμαξα.
«Μήπως κοιτώ πολύ ώρα αυτά τά δυό υπέροχα αστεράκια
πού όμως δεν είναι δικά μου;» σκέφθηκα. Τι κρίμα λοιπόν. Τι κρίμα.
Εκείνο το ένα, του ουρανού, είχε ήδη πέσει στη
θάλασσα και είχε σβήσει. Τά άλλα δύο, του ουρανού εκείνης της ψυχής, δεν
μπορούσα και δεν έπρεπε να τά κοιτώ για πολλή ώρα.
Μά τι κάνουν οι άνθρωποι, τελικώς, εδώ σ’αυτόν τον
κόσμο;
Κλείνουν τ’αστέρια και τ’αστέρια τους μέσα σε κλουβιά
μελαγχολίας;
Μά γιατί πολλά από τά αιχμαλωτισμένα αστέρια
φοβούνται και αρνούνται την ελευθερία κίνησης τους μέσα στο απέραντο
συναισθηματικό σύμπαν ;
Τι πιο τραγικό και άδικο, άλλωστε, να τά έχει
αιχμαλωτισμένα στην τροχιά του κάποιος παγωμένος και άγονος πλανήτης και φυσικά
να μη ξέρει τι είναι αυτό πού έχει και τον διακοσμεί ;
Έστρεψα και πάλι το βλέμμα μου στον ουρανό.
Εκεί υπήρχαν και θα υπήρχαν όλη τη νύχτα πάρα πολλά
πού θά μπορούσα να τά κοιτώ ελεύθερα, για όσες ώρες ήθελα, χωρίς να ενοχλείται
κανείς. Αυτά δεν έρχονται ποτέ σε δύσκολη θέση όταν τά κοιτάς.
Από εκείνο το βράδυ, μέχρι κι’αυτή τη στιγμή πού
γράφονται αυτές οι γραμμές, ακόμα δεν έχω καταλάβει ποιο από εκείνα τ’αστεράκια
άκουσε και πήρε μαζί του την ευχή.
Μήπως εκείνο το πρώτο, το ασημένιο κι’έπειτα έπεσαν
μαζί στη θάλασσα και έσβησαν;
Μήπως όμως την πήραν μαζί τους τά άλλα, τά δυό
μελαγχολικά κι’ακόμα δεν ξέρουν τι να την κάνουν;
Η διαφορά, ανάμεσα σ’εκείνα τά τρία αστέρια, ήταν ότι
ενώ το πρώτο, το ασημένιο, μπορούσαν να το κοιτάζουν πολλοί άνθρωποι και να
κάνουν ευχές, τά άλλα δύο βρισκόντουσαν μέσα σε κλουβί από συρμάτινα καί
διασταυρωμένα κοινωνικά και ηθικά «πρέπει» και «δεν πρέπει» και μπερδευόντουσαν
ανάμεσα στους φόβους και στις αναστολές.
Αυτά τ’αστέρια βεβαίως δεν πέφτουν ποτέ. Ήταν
αιχμάλωτα μέσα σε κλουβί και βεβαίως δεν μού ανήκαν.
Όλοι, από αυτή τη παρέα, λένε σήμερα πώς πριν από
λίγες ημέρες βρισκόντουσαν σε κάποιο πανέμορφο νησί του Ιονίου πελάγους και
περιγράφουν τις στιγμές και τις εντυπώσεις τους κάπως έτσι.
«Καλά, εκείνος ό αστακός ήταν υπέροχος»
«Ακόμα γελάω με τις αντιδράσεις σου, όταν ή σφίγγα σε
τσίμπησε στον κώλο»
«Όλα καλά, αλλά εκείνα τά κουνούπια…κλπ…κλπ»
Τά ίδια λέω κι’εγώ με θαυμαστή προσποίηση. Αλλού όμως
βρισκόμουν εγώ.
Εγώ βρισκόμουν, μέρα και νύχτα, σε κάποια γωνιά του
παραδείσου παρέα με δυό πανέμορφα γαλαζοπράσινα αστεράκια πού άλλοτε γέμιζαν
από μια μεθυστική μελαγχολία και άλλοτε έλαμπαν γιορτινά.
Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά νομίζω πώς τις αλλαγές
τους τις προκαλούσα και σ’ένα βαθμό τις ρύθμιζα εγώ.
Δυό αστεράκια λοιπόν πού ίσως δεν θα μπορέσω ποτέ να
τά φιλήσω και να τά κάνω δικά μου.
«Ξέρεις…φταίνε οι συνθήκες» μού έλαμψαν ένα μεσημέρι,
μέσα από το κλουβί τους.
Τι μπορούσα να κάνω; Το δέχθηκα με πόνο.
«Δέξου λοιπόν φίλε μου τον κόσμο όπως είναι και γύρνα
το βλέμμα σου και τη καρδιά σου προς τον ουρανό με τά ελεύθερα αστέρια»
μονολόγησα.
Εκείνο το
απόγευμα πήγα και κάθισα σε ένα βραχάκι της παραλίας και τραγούδησα δυνατά το
τραγούδι…
«Να’ξερα τι μού λένε, χωρίς να μού μιλάνε, τά μάτια
σου πού κλαίνε όταν χαμογελάνε.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου