Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Τό φτερό μιάς ψυχής

Δεν γεννήθηκε στην εξοχή, δεν μεγάλωσε στην εξοχή και δεν πέθανε στην εξοχή. 
Δεν βρέθηκε ποτέ στο περιβάλλον για το οποίο ήταν φτιαγμένη. 
Απεγνωσμένα έψαχνε στη μικρή και σύντομη ζωή της, έστω για ένα κήπο με λίγα καθαρά, ευωδιαστά και πολύχρωμα αληθινά λουλούδια. 
Ας ήταν μόνο ένας πολύ μικρός κήπος. Νομίζω πώς θα της έφθανε. 
Εδώ και πολλά χρόνια τώρα, φυσάει ένας πολύ δυνατός και κακός αέρας. Ένας αέρας πού δεν την άφησε να συνεχίσει για λίγο ακόμα το ψάξιμό της για κάποιον κήπο.
Την παρέσυρε συνεχώς και της απαγόρευε ακόμα και να πλησιάσει, έστω σ’ένα μικρό λουλούδι της δικής της επιλογής. 
Συμβιβαζόταν λοιπόν με όσα λουλούδια ευρίσκοντο μπροστά της, όταν κάποιες λίγες στιγμές κόπαζε αυτός ό δυνατός και κακός αέρας. 
Τα λουλούδια αυτά όμως, δεν είχαν ούτε γύρη, ούτε άρωμα. Μόνο τα σχήματα και τα χρώματα τα έκαναν να φαίνονται τέτοια.
Την εξοχή, τούς αγρούς και τα δάση τα ήξερε κι’άς μη τα είχε δει ποτέ της ! 
Τα ήξερε μέσα από κάτι πού έμοιαζε σαν ένστικτο. Κάτι πού ερεθιζόταν και ενεργοποιούταν από τη μεγάλη αντίθεση και το ασυμβίβαστο, ανάμεσα στη λεπτεπίλεπτη κατασκευή της και στο σκληρό και βρόμικο περιβάλλον μέσα στο οποίο βρισκόταν και προσπαθούσε να ζήσει ή πιο σωστά...νά επιβιώσει. Αυτό, άλλωστε, ήταν κάτι πού την εξαντλούσε.
Επιπλέον όμως ήταν και κάτι πού δραστηριοποιούσε έντονα τη φαντασία της και συγχρόνως  δραματοποιούσε όλες εκείνες τις εκδηλώσεις πού προήρχοντο από τη λειτουργία ενός οποιουδήποτε πλάσματος, πού σε μικρές και φυσιολογικές ποσότητες ονομάζεται «ανάγκη». 
Κάποιες στιγμές, όλα αυτά μαζί της δημιουργούσαν ένα ψυχικό, πνευματικό και συναισθηματικό βραχυκύκλωμα ή αλλιώς, μια παραίσθηση.
Μια παραίσθηση ή οποία εκδηλωνόταν σαν μέθη. Μια μέθη, μια χαλάρωση και μια ευφορία ίδια μ’εκείνη πού θα δημιουργείτο και στην πραγματικότητα αν θα συναντούσε ποτέ με ελεύθερο πέταγμα κάποιον αγρό ή κάποιον κήπο γεμάτο με αληθινά λουλούδια. 
Τα λουλούδια των ονείρων της. 
Έπειτα επανακτούσε τις κανονικές λειτουργίες της και διαπίστωνε με λύπη ότι για μια ακόμη φορά στη ζωή της, καθόταν επάνω ή φτερούγιζε γύρω από ένα ψεύτικο λουλούδι αυτής της βρόμικης πόλης. Ένα λουλούδι χωρίς γύρη και χωρίς άρωμα.
Σήμερα, ό ίδιος αυτός κακός αέρας έφερε στα πόδια μου το ένα από τα δύο της φτερά ! 
Ναι, τώρα πιά ήταν οριστικό πώς δεν βρέθηκε ποτέ στη ζωή της σε κάποια εξοχή. 
Στην εξοχή της, στο φυσικό της περιβάλλον.
Πέθανε τελικά μέσα σ’αυτή τη βρόμικη και καταθλιπτική πόλη και ανάμεσα στα ψεύτικα λουλούδια της.
Λουλούδια πού αν δεν έχουν μια πεταλούδα να κάθεται επάνω τους ή έστω να φτερουγίζει γύρω τους, δεν μπορούν να πείσουν ότι έχουν κάποια αξία. Είναι τότε πού δείχνουν ακόμα πιο ψεύτικα !
Το φτερό μιας πεταλούδας - ψυχής λοιπόν, πού δεν συνάντησε ποτέ το περιβάλλον της. 
Οι σκέψεις, οι επιθυμίες, τα όνειρα, οι ελπίδες και οι ανάγκες της ψυχής - πεταλούδας ενός ανθρώπου, πού δεν συνάντησε το δικό της περιβάλλον.
Τα δυό αυτά μαζί αφημένα πάνω στη σελίδα ενός ημερολογίου. 
Ποιός ξέρει;
Ίσως κάποια μέρα, ένας άλλος, ένας καλός αέρας να τα ανασηκώσει και να τα φέρει να πέσουν απαλά σ’έναν απάνεμο και γαλήνιο εξοχικό τόπο πού θα δικαιώσει και τα δύο.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Τό κάτι άλλο


Τά διασκορπισμένα γράμματα πού συνθέτουν τις λέξεις της πιο σημαντικής ιστορίας, εδώ σ’ αυτόν τον πλανήτη, ονομάσθηκαν… «Άνθρωποι». 
Δυστυχώς όμως έτυχε να γεννηθώ και να ζήσω στη περίοδο της σύνδεσης και σύνθεσης μόνο των συμφώνων μεταξύ τους. 
Ετσι, όχι μόνο δεν μπορώ να καταλάβω, αλλά ούτε και να προφέρω δεν καταφέρνω αυτό πού σήμερα σχηματίζουν ή συνθέτουν σαν ιστορία οί άνθρωποι ! 
Είναι εντελώς ακατανόητο και φυσικά καθόλου εύηχο ! 
Θυμίζει κάτι άλλο πού… «Είναι το κάτι άλλο» !!! 
Ζητούνται λοιπόν φωνήεντα με την ελπίδα να υπάρξει ζωή και να γραφτεί ξανά ένα καλό και κατανοητό κομμάτι ανθρώπινης ιστορίας. 


Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Ο Σιδεράς


                              Η έκρηξη ήταν φοβερή, σε όλη την ύπαρξή μου

                              διέλυσε τις σκέψεις μου κι’έφθασε στη ψυχή μου.

                              Οί γυάλινες οί σκέψεις μου, θρύψαλα γίναν όλες
                              οί ξύλινες πήραν φωτιά, τη πιο δυνατή απ’όλες.

                             Οί σιδερένιες μού’μειναν, ατσάλινες δεν υπήρχαν
                              κι’αυτές όμως μού χάλασαν γιατί οξειδωθήκαν.

                              Πήρα μια σιδερένια μου για να την καθαρίσω
                              με ίσια σκέψη καθαρή, νέα ζωή ν’αρχίσω.

               Ο μ ω ς . . . ....

                              Σφυρί το ένα γεγονός, το άλλο ήταν αμόνι
                             ανέλαβε ή μοίρα «Σιδεράς» τις σκέψεις μου νά στραβώνει.

                              Τη στράβωσε τη σκέψη μου, την έκανε τσιγκέλι
                              κι’ή άκρη πού κοίταγε μπροστά, τώρα τά πίσω θέλει.

                              Το σώμα της στράβωσε διπλά και το’κανε τσιγκέλι
                               κι’ή άκρη πού πίσω κοίταγε, μπροστά να βλέπει θέλει.

                              Τη γύρισα και κάθετα να δώ τι θέλει ακόμα
                               κι’ή άκρη πού κοίταγε ψηλά τώρα κοιτά το χώμα.

                              Η άκρη πού κάτω κοίταγε κι’ακούμπαγε στο χώμα
                              τώρα ζητά τον ουρανό και το γαλάζιο χρώμα.

                              Σίδερο είναι το σώμα της πού κάποτε ήταν ίσιο
                              μά μ’έναν τέτοιο «Σιδερά», πώς νέα ζωή ν’αρχίσω;

                              Τά όνειρά μου κρέμασα από σκέψεις σαν τσιγκέλια
                              και νιώθω πώς τώρα ό «Σιδεράς» θα κλαίει από τά γέλια.